Ελάτε παιδάκια μου ν΄ανεβούμε λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα...

Από τη διδασκαλία του Ουρανοθρόνιστου Δεσπότη Κεφαλληνίας Γεράσιμου Φωκά
17,00 €
Ημ. Έκδοσης: 2023
Διαστάσεις: 17.5 x 25
Σελίδες: 352
Δέσιμο: Άδετο
ISBN: 978-618-5177-48-5

Περιγραφη

«Λίγο ψηλότερα παιδάκια μου, ν’ ανεβούμε λίγο ψηλότερα… Βέβαια, οι κορυφές θέλουν μόχθο, οι κορυφές των αξιών, του καθήκοντος, της θυσίας θέλουν κόπο, θέλουν ιδρώτα, θέλουν αίμα, για να μας φέρουν στο φως, πάνω από τα βουνά τα χιονόδοξα. Ενώ τα πάθη, τα συμφέροντα, η φτήνια, είναι ευκολία, είναι κατηφοριά, είναι χαμοζωή. Κι εμείς επιλέγουμε…»

π. Γεράσιμος Φωκάς από λόγο για την Αγία Αικατερίνα

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Ο π. Γεράσιμος Φωκάς είχε πολύ ωραίο λόγο, όμως οι πράξεις του ήτανε ωραιότερες. Και το πολύ σπουδαίο. Ήταν αληθινός. Σκέψεις, λόγια, πράξεις, σε θαυμαστή ταύτιση!

Ο π. Γεράσιμος ήταν αλιεύς ανθρώπων. Και πώς να μην ήταν! Δοτικός, μεριζόμενος, δαπανώμενος, με μία αγάπη θυσιαστική προς όλους! Μια ανοιχτή, τρυφερή, συμπονετική αγκαλιά. Είχε τον τρόπο να γαληνεύει και να αναπαύει την ταλαιπωρημένη ψυχή.

Και ταυτόχρονα να ξεσηκώνει κουρασμένα σώματα και να τα μεταμορφώνει σε δρομείς για την επόμενη κορυφή.

Ανήσυχη καρδιά, επαγρυπνούσα ψυχή, αγωνιούσε για τον καθένα. Ό,τι καλό άκουγε, διάβαζε, έβλεπε, δεν το κρατούσε για τον εαυτό του, αλλά το μοιραζότανε. Δεν ήταν λίγες φορές που με έπαιρνε τηλέφωνο για να μου διαβάσει κάτι. Αυτό από τη δεκαετία του 1970. Γνώρισε όλους τους σύγχρονους αγίους και φρόντισε να τους γνωρίσει σε όσους περισσότερους μπορούσε. Ήθελε όλους να τους βάλει «βιαίος» στον παράδεισο.

Ο καθένας «εφ’ ω ετάχθη». Και ο π. Γεράσιμος ετάχθη μια ζωή να υπηρετεί, χωρίς διακρίσεις, τον συνάνθρωπο, βιώνοντας τη θυσιαστική αγάπη. Ο «κόσμος έχει πολύ πόνο παιδάκι μου, οι άνθρωποι κουβαλούν τεράστιο φορτίο», μου έλεγε από λαϊκός. Κάθε άνθρωπο τον αντιμετώπιζε ως εικόνα του Θεού, σε κάθε άνθρωπο έβλεπε το πρόσωπο του Χριστού. Κάθε συνάντηση με τον π. Γεράσιμο ήταν μοναδική και μονάκριβη, καθώς δημιουργούσε ανεξίτηλα αποτυπώματα.

Όταν κοιμήθηκε εγώ και η γυναίκα μου, η Κωνσταντίνα, προβληματιστήκαμε και θυμώσαμε με τον εαυτό μας. Πώς ήταν δυνατόν, ενώ πολύ τον αγαπούσαμε, να μην πάμε τόσα χρόνια στην Κεφαλονιά; Είχαμε να πάμε από τη χειροτονία του σε ιερέα. Πώς χάσαμε την ευκαιρία να μας «παρασύρει» σε πανηγύρια, σε εξωκκλήσια, σε προσκυνήματα, σε αγρυπνίες και σαρανταλείτουργα; Πως χάσαμε την ευκαιρία να ζήσουμε περισσότερο τον άνθρωπο που με το ένα του πόδι πατούσε στη γη και με το άλλο στον ουρανό! […]

(Απόσπασμα από τον πρόλογο του ψυχιάτρου και συγγραφέα Ιάκωβου Μαρτίδη που περιέχεται στο βιβλίο)